Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
δάλα
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
δάλιδας
δαλίον
Δάλιος
δαλιοχεῖν
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
Δαλογενής
δαλός
δαλός
δάλτος
δαμάζω
Δαμαῖος
View word page
Δάλιος
Δάλιος, Dor. for Δήλιος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Δάλιος
Headword (normalized):
δάλιος
Headword (normalized/stripped):
δαλιος
IDX:
23340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δάλιος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">Δήλιος</span> (q.v.).</div><br><br>'}