Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
δάλα
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
δάλιδας
δαλίον
Δάλιος
δαλιοχεῖν
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
Δαλογενής
δαλός
View word page
δαλέομαι
δᾱλέομαι, Dor. for δηλέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαλέομαι
Headword (normalized):
δαλέομαι
Headword (normalized/stripped):
δαλεομαι
IDX:
23336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾱλέομαι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">δηλέομαι.</span> </div><br><br>'}