Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
δάλα
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
δάλιδας
δαλίον
Δάλιος
δαλιοχεῖν
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
Δαλογενής
View word page
δαλάγχαν
δαλάγχαν·
θάλασσαν
(
Maced.
), Id.
δάλεμον·
κηδεμόνα,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δαλάγχαν
Headword (normalized):
δαλάγχαν
Headword (normalized/stripped):
δαλαγχαν
IDX:
23335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23336
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαλάγχαν·</span> <span class="foreign greek">θάλασσαν</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Maced.</span></span>), Id. <span class="orth greek">δάλεμον·</span> <span class="foreign greek">κηδεμόνα,</span> Id.</div><br><br>'}