Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
δάλα
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
δάλιδας
δαλίον
Δάλιος
δαλιοχεῖν
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
View word page
δάλα
δάλα·
ἄμπελος,
Hsch.
δάλαν·
λύμην,
Id. (Cf.
δηλέομαι.
)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάλα
Headword (normalized):
δάλα
Headword (normalized/stripped):
δαλα
IDX:
23334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23335
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάλα·</span> <span class="foreign greek">ἄμπελος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δάλαν·</span> <span class="foreign greek">λύμην,</span> Id. (Cf. <span class="foreign greek">δηλέομαι.</span>)</div><br><br>'}