Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
δάλα
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
δάλιδας
δαλίον
Δάλιος
δαλιοχεῖν
δαλλώ
View word page
δακτυλότριπτος
δακτῠλότριπτος, ον,
A). worn by the fingers, ἄτρακτος AP 6.247.3 ( Phil.).


ShortDef

worn by fingers

Debugging

Headword:
δακτυλότριπτος
Headword (normalized):
δακτυλότριπτος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοτριπτος
IDX:
23332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δακτῠλότριπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">worn by the fingers,</span> <span class="quote greek">ἄτρακτος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.247.3 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}