Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δακτυλιστής
δακτυλῖτις
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
δάλα
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
δάλιδας
δαλίον
Δάλιος
View word page
δακτυλόπους
δακτῠλό-πους, , gen. ποδος,
A). first phalanx, δ. ἢ ῥιζοδάκτυλος Cat.Cod.Astr. 7.238.25 .


ShortDef

first phalanx

Debugging

Headword:
δακτυλόπους
Headword (normalized):
δακτυλόπους
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοπους
IDX:
23330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δακτῠλό-πους</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, gen. <span class="itype greek">ποδος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">first phalanx,</span> <span class="quote greek">δ. ἢ ῥιζοδάκτυλος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 7.238.25 </span> .</div> </div><br><br>'}