Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δακτυλίσκος
δακτυλιστής
δακτυλῖτις
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
δάλα
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
δάλιδας
δαλίον
View word page
δακτυλοποιητικός
δακτῠλο-ποιητικός, , όν,
A). finger-making, δύναμις Phlp. in GA 193.11 .


ShortDef

finger-making

Debugging

Headword:
δακτυλοποιητικός
Headword (normalized):
δακτυλοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοποιητικος
IDX:
23329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23330
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δακτῠλο-ποιητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">finger-making,</span> <span class="quote greek">δύναμις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4015.tlg007:193:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4015.tlg007:193.11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phlp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in GA</span> 193.11 </a> .</div> </div><br><br>'}