Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δακτυλίς
δακτυλίσκος
δακτυλιστής
δακτυλῖτις
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
δάλα
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
δάλιδας
View word page
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτῠλο-κοιλογλύφος [λῠ], ,
A). = δακτυλιογλύφος , IGRom. 4.1648 (Philadelphia).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δακτυλοκοιλογλύφος
Headword (normalized):
δακτυλοκοιλογλύφος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοκοιλογλυφος
IDX:
23328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23329
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δακτῠλο-κοιλογλύφος</span> <span class="pron greek">[λῠ]</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δακτυλιογλύφος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.1648 </span> (Philadelphia).</div> </div><br><br>'}