Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλίσκος
δακτυλιστής
δακτυλῖτις
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
δάλα
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
View word page
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτῠλο-καμψόδῠνος, ον,
A). wearying the fingers by keeping them bent, APl. 1.18 .


ShortDef

wearying the fingers by keeping them bent

Debugging

Headword:
δακτυλοκαμψόδυνος
Headword (normalized):
δακτυλοκαμψόδυνος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοκαμψοδυνος
IDX:
23327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23328
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δακτῠλο-καμψόδῠνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wearying the fingers by keeping them bent,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">APl.</span> 1.18 </span>.</div> </div><br><br>'}