Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιον
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλίσκος
δακτυλιστής
δακτυλῖτις
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
View word page
δακτυλῖτις
δακτῠλῖτις, ,
A). = ἀριστολοχεία μακρά , Dsc. 3.4 , Isid. Etym. 17.9.52 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δακτυλῖτις
Headword (normalized):
δακτυλῖτις
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιτις
IDX:
23321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23322
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δακτῠλῖτις</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀριστολοχεία μακρά</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.4 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Isid.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Etym.</span> 17.9.52 </span>.</div> </div><br><br>'}