Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιον
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλίσκος
δακτυλιστής
δακτυλῖτις
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκοιλογλύφος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
View word page
δακτυλιστής
δακτῠλ-ιστής
,
οῦ
,
ὁ
,(
A).
δάκτυλος
11
)
measurer, surveyor,
PFay.
12.11
(i A. D.),
PAmh.
126.32
(ii A. D.).
ShortDef
measurer, surveyor
Debugging
Headword:
δακτυλιστής
Headword (normalized):
δακτυλιστής
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιστης
IDX:
23320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23321
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δακτῠλ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">δάκτυλος</span> <span class="bibl"> 11 </span> ) <span class="tr" style="font-weight: bold;">measurer, surveyor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PFay.</span> 12.11 </span> (i A. D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PAmh.</span> 126.32 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}