Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαιτυμονεύς
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω1
δαίω2
δάκαρ
δακέθυμος
δακετόν
δάκια
δακκύλιος
δακνάζω
δακνηρός
δακνίς
δακνιστήρ
δάκνω
δακνώδης
δάκος
δακόσσαι
δάκρυ
δακρύδιον
View word page
δακκύλιος
δακκύλιος,
A). v. δάκτυλος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δακκύλιος
Headword (normalized):
δακκύλιος
Headword (normalized/stripped):
δακκυλιος
IDX:
23277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23278
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δακκύλιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δάκτυλος.</span> </div> </div><br><br>'}