Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοπληξία
δαιμονοτάκτης
δαίμων
δαίνυμι
δατξανδρος
δάϊος
δαϊόφρων
δαϊόω
δαΐς
δάϊς
δαίς
δαισάνη
δαίσιμος
Δαίσιος
δαῖσις
δαΐσφαλτος
δαιταλάομαι
δαιταλουργία
View word page
δαϊόω
δαϊόω,
A). v. δηιόω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαϊόω
Headword (normalized):
δαϊόω
Headword (normalized/stripped):
δαιοω
IDX:
23246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23247
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαϊόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δηιόω.</span> </div> </div><br><br>'}