Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαιμονιόπληκτος
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονίς
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοπληξία
δαιμονοτάκτης
δαίμων
δαίνυμι
δατξανδρος
δάϊος
δαϊόφρων
δαϊόω
δαΐς
δάϊς
δαίς
δαισάνη
View word page
δαιμονοτάκτης
δαιμονο-τάκτης, ου, ,
A). ruler of demons, PMag.Par. 1.1374 (pl., written δαιμονατ.).


ShortDef

ruler of demons

Debugging

Headword:
δαιμονοτάκτης
Headword (normalized):
δαιμονοτάκτης
Headword (normalized/stripped):
δαιμονοτακτης
IDX:
23240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23241
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαιμονο-τάκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ruler of demons,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1374 </span> (pl., written <span class="foreign greek">δαιμονατ.</span>).</div> </div><br><br>'}