Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαιμονιακός
δαιμονιάω
δαιμονιάρχης
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμονιόπληκτος
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονίς
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοπληξία
δαιμονοτάκτης
δαίμων
δαίνυμι
δατξανδρος
δάϊος
View word page
δαιμονισμός
δαιμον-ισμός
,
ὁ
,
A).
demoniac possession,
Vett. Val.
2.18
.
ShortDef
demoniac possession
Debugging
Headword:
δαιμονισμός
Headword (normalized):
δαιμονισμός
Headword (normalized/stripped):
δαιμονισμος
IDX:
23234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23235
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαιμον-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">demoniac possession,</span> Vett. Val.<span class="bibl"> 2.18 </span>.</div> </div><br><br>'}