Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαιμονητιᾷ
δαιμονιάζομαι
δαιμονιακός
δαιμονιάω
δαιμονιάρχης
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμονιόπληκτος
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονίς
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοπληξία
δαιμονοτάκτης
δαίμων
δαίνυμι
View word page
δαιμονιοῦχος
δαιμονιοῦχος αἰτία,
A). spiritual cause, Procl. in Prm. p.513S.


ShortDef

spiritual

Debugging

Headword:
δαιμονιοῦχος
Headword (normalized):
δαιμονιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
δαιμονιουχος
IDX:
23232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαιμονιοῦχος</span> <span class="foreign greek">αἰτία,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spiritual</span> cause, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg008:p.513S" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg008:p.513S/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Prm.</span> p.513S. </a> </div> </div><br><br>'}