Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαϊκτήρ
δαϊκτής
δαϊκτός
δαΐκτωρ
δαῖμα
δαιμονάω
δαιμονητιᾷ
δαιμονιάζομαι
δαιμονιακός
δαιμονιάω
δαιμονιάρχης
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμονιόπληκτος
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονίς
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
View word page
δαιμονιάρχης
δαιμονι-άρχης
,
ου
,
ὁ
,
A).
ruler of demons,
Lact.
Inst.
2.14.6
.
ShortDef
ruler of demons
Debugging
Headword:
δαιμονιάρχης
Headword (normalized):
δαιμονιάρχης
Headword (normalized/stripped):
δαιμονιαρχης
IDX:
23226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23227
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαιμονι-άρχης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ruler of demons,</span> Lact.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inst.</span> 2.14.6 </span>.</div> </div><br><br>'}