Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτής
δαϊκτός
δαΐκτωρ
δαῖμα
δαιμονάω
δαιμονητιᾷ
δαιμονιάζομαι
δαιμονιακός
δαιμονιάω
δαιμονιάρχης
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμονιόπληκτος
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονίς
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
View word page
δαιμονιάω
δαιμονι-άω,
A). to be possessed of a God, Phld. D. 1.18 .


ShortDef

to be possessed of a God

Debugging

Headword:
δαιμονιάω
Headword (normalized):
δαιμονιάω
Headword (normalized/stripped):
δαιμονιαω
IDX:
23225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23226
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαιμονι-άω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be possessed of a God,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 1.18 </span>.</div> </div><br><br>'}