Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτής
δαϊκτός
δαΐκτωρ
δαῖμα
δαιμονάω
δαιμονητιᾷ
δαιμονιάζομαι
δαιμονιακός
δαιμονιάω
δαιμονιάρχης
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμονιόπληκτος
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονίς
δαιμονισμός
View word page
δαιμονιακός
δαιμονι-ακός,
A). = δαιμονικός , PMag.Osl. 1.143 (-ων-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαιμονιακός
Headword (normalized):
δαιμονιακός
Headword (normalized/stripped):
δαιμονιακος
IDX:
23224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23225
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαιμονι-ακός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δαιμονικός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Osl.</span> 1.143 </span> (<span class="etym greek">-ων-</span>).</div> </div><br><br>'}