Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαιῆσαι
δαΐζω
δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτής
δαϊκτός
δαΐκτωρ
δαῖμα
δαιμονάω
δαιμονητιᾷ
δαιμονιάζομαι
δαιμονιακός
δαιμονιάω
δαιμονιάρχης
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμονιόπληκτος
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
View word page
δαιμονητιᾷ
δαιμονητιᾷ· δαιμονίζεται (Cret.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαιμονητιᾷ
Headword (normalized):
δαιμονητιᾷ
Headword (normalized/stripped):
δαιμονητια
IDX:
23222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαιμονητιᾷ·</span> <span class="foreign greek">δαιμονίζεται</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}