Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαιδήσσουσι
δαιέλιξι
δαιῆσαι
δαΐζω
δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτής
δαϊκτός
δαΐκτωρ
δαῖμα
δαιμονάω
δαιμονητιᾷ
δαιμονιάζομαι
δαιμονιακός
δαιμονιάω
δαιμονιάρχης
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμονιόπληκτος
View word page
δαῖμα
δαῖμα·
σπιθαμήν, καὶ τὸ ἔγκωλον τοῦ σχοινίου, στήμονα δὲ
(i. e.
δίασμα
)
Ταραντῖνοι,
Hsch.
δαιμοδία·
ἡ τῶν ἀρίστων ἐπιβολή,
Id.
δαιμοί·
οἱ καταδικασθέντες τὰς οὐσίας εἰς βασιλέως,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δαῖμα
Headword (normalized):
δαῖμα
Headword (normalized/stripped):
δαιμα
IDX:
23220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23221
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαῖμα·</span> <span class="foreign greek">σπιθαμήν, καὶ τὸ ἔγκωλον τοῦ σχοινίου, στήμονα δὲ</span> (i. e. <span class="foreign greek">δίασμα</span>)<span class="foreign greek"> Ταραντῖνοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δαιμοδία·</span> <span class="foreign greek">ἡ τῶν ἀρίστων ἐπιβολή,</span> Id. <span class="orth greek">δαιμοί·</span> <span class="foreign greek">οἱ καταδικασθέντες τὰς οὐσίας εἰς βασιλέως,</span> Id.</div><br><br>'}