Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαιδάλλω
δαίδαλμα
δαιδαλόεις
δαίδαλος
δαιδαλούργημα
δαιδαλουργός
δαιδαλόχειρ
δαιδαλόω
δαιδήσσουσι
δαιέλιξι
δαιῆσαι
δαΐζω
δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτής
δαϊκτός
δαΐκτωρ
δαῖμα
δαιμονάω
δαιμονητιᾷ
View word page
δαιῆσαι
δαιῆσαι· διδάξαι, Id.; cf. Άω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαιῆσαι
Headword (normalized):
δαιῆσαι
Headword (normalized/stripped):
δαιησαι
IDX:
23212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαιῆσαι·</span> <span class="foreign greek">διδάξαι,</span> Id.; cf. <span class="foreign greek">Άω.</span> </div><br><br>'}