Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαιδαλεύτρια
δαιδάλλω
δαίδαλμα
δαιδαλόεις
δαίδαλος
δαιδαλούργημα
δαιδαλουργός
δαιδαλόχειρ
δαιδαλόω
δαιδήσσουσι
δαιέλιξι
δαιῆσαι
δαΐζω
δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτής
δαϊκτός
δαΐκτωρ
δαῖμα
δαιμονάω
View word page
δαιέλιξι
δαιέλιξι·
τοῖς πεπυρακτωμένοις ξύλοις μετὰ προσβολῆς πυρσῶν
(Arg.), Id.
δαιημός
,
ὁ
,
A).
division,
Id. (leg.
δαιθμός
).
ShortDef
division
Debugging
Headword:
δαιέλιξι
Headword (normalized):
δαιέλιξι
Headword (normalized/stripped):
δαιελιξι
IDX:
23211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23212
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαιέλιξι·</span> <span class="foreign greek">τοῖς πεπυρακτωμένοις ξύλοις μετὰ προσβολῆς πυρσῶν</span> (Arg.), Id. <span class="orth greek">δαιημός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">division,</span> Id. (leg. <span class="foreign greek">δαιθμός</span>).</div> </div><br><br>'}