δαιδάλλω
δαιδάλλω, Act. only in pres. and impf.:—
A). work cunningly, embellish, σάκος .. πάντοσε δαιδάλλων ; 18.479 λέχος ἔξεον .. δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἠδ’ ἐλέφαντι ; of a 23.200 painter or sculptor, C. 1.335 , IG 14.967 :— Pass., to be spotted, marked, σφραγῖσι C. 1.324 .
2). metaph., δ. πόλιν εὐανορίαισι O. 5.21 ; δ. ἔπεσιν Parth. 2.32 :— Pass., δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι μῦθοι O. 1.29 ; πλοῦτος ἀρεταῖς δεδ. ib. 2.53 ; [μέλη] δαιδαλθέντ’ ἀοιδαῖς N. 11.18 .