Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δ
δα1
δᾶ2
δαάναι
δαγκάνω
δάγκολον
δάγμα
δάγμνος
δαγμός
δαγνόν
δαγόμενον
δαγύς
δαδαίνω
Δᾳδαφόριος
γωνιφόρια
δᾳδηφόρος
δᾴδινος
δᾳδίον
δᾳδίς
δᾳδοκοπέω
δᾳδόομαι
View word page
δαγόμενον
δαγόμενον· ἐρρωμένον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαγόμενον
Headword (normalized):
δαγόμενον
Headword (normalized/stripped):
δαγομενον
IDX:
23160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαγόμενον·</span> <span class="foreign greek">ἐρρωμένον,</span> Id.</div><br><br>'}