Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γωνοειδής
γῶνοπ
γωρυτός
γώψ
δ
δα1
δᾶ2
δαάναι
δαγκάνω
δάγκολον
δάγμα
δάγμνος
δαγμός
δαγνόν
δαγόμενον
δαγύς
δαδαίνω
Δᾳδαφόριος
γωνιφόρια
δᾳδηφόρος
δᾴδινος
View word page
δάγμα
δάγμα, ατος, τό,
A). v. δάχμα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάγμα
Headword (normalized):
δάγμα
Headword (normalized/stripped):
δαγμα
IDX:
23156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23157
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δάχμα.</span> </div> </div><br><br>'}