Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γωνιωτός
γωνοειδής
γῶνοπ
γωρυτός
γώψ
δ
δα1
δᾶ2
δαάναι
δαγκάνω
δάγκολον
δάγμα
δάγμνος
δαγμός
δαγνόν
δαγόμενον
δαγύς
δαδαίνω
Δᾳδαφόριος
γωνιφόρια
δᾳδηφόρος
View word page
δάγκολον
δάγκολον, τό,
A). = δρέπανον , Hsch.; cf. ζάγκλη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάγκολον
Headword (normalized):
δάγκολον
Headword (normalized/stripped):
δαγκολον
IDX:
23155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάγκολον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δρέπανον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ζάγκλη.</span> </div> </div><br><br>'}