Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γωνίωμα
γωνίωσις
γωνιωτός
γωνοειδής
γῶνοπ
γωρυτός
γώψ
δ
δα1
δᾶ2
δαάναι
δαγκάνω
δάγκολον
δάγμα
δάγμνος
δαγμός
δαγνόν
δαγόμενον
δαγύς
δαδαίνω
Δᾳδαφόριος
View word page
δαάναι
δαάναι· δύεσθαι, ὅσον εἰς τὴν χρείαν τοῦ στήμονος μεριζόμενον καθάπτεσθαι, Hsch. δαβελός [i.e. δαv],
A). = δαλός ( Lacon.), Id. δαβῆ· καυθῇ ( Lacon.), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαάναι
Headword (normalized):
δαάναι
Headword (normalized/stripped):
δααναι
IDX:
23153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23154
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαάναι·</span> <span class="foreign greek">δύεσθαι, ὅσον εἰς τὴν χρείαν τοῦ στήμονος μεριζόμενον καθάπτεσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δαβελός</span> [i.e. <span class="foreign greek">δαv],</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δαλός</span> ( Lacon.), Id. <span class="orth greek">δαβῆ·</span> <span class="foreign greek">καυθῇ</span> ( Lacon.), Id.</div> </div><br><br>'}