Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἰθαλωτός
αἴθε
ἀΐθεος
αἰθερεμβατέω
αἰθεριβόσκας
αἰθέριος
αἰθερίτης
αἰθεριώδης
αἰθεροβατέω
αἰθεροδρόμος
αἰθεροειδής
αἰθερολαμπής
αἰθερολόγος
αἰθεροναία
αἰθερονόμος
αἰθερονωμάω
αἰθερόομαι
αἰθερώδης
Αἴθη
αἰθήεις
αἰθήρ
View word page
αἰθεροειδής
αἰθερο-ειδής, ές,
A). = αἰθερώδης , Plu. 2.430e .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰθεροειδής
Headword (normalized):
αἰθεροειδής
Headword (normalized/stripped):
αιθεροειδης
IDX:
2314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰθερο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">αἰθερώδης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.430e </span>.</div> </div><br><br>'}