Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γωνιόπουν
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνίωμα
γωνίωσις
γωνιωτός
γωνοειδής
γῶνοπ
γωρυτός
γώψ
δ
δα1
δᾶ2
δαάναι
δαγκάνω
δάγκολον
δάγμα
δάγμνος
View word page
γῶνοπ
γῶνοπ,
A). = γωνία ( Lacon.), Hsch. γωνορίσματα· γνωρίσματα, τοποθεσίαι, Id. γῶνος· γουνός, ἕδος, καὶ παιδιά τις παλαιστρική, οἱ δὲ κώπη, Id. γώνυμος· φερώνυμος, Id. γῶος· μνημεῖον, Id. γωροῦται· σαρκοῖ ( Lacon.), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γῶνοπ
Headword (normalized):
γῶνοπ
Headword (normalized/stripped):
γωνοπ
IDX:
23147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23148
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῶνοπ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γωνία</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γωνορίσματα·</span> <span class="foreign greek">γνωρίσματα, τοποθεσίαι,</span> Id. <span class="orth greek">γῶνος·</span> <span class="foreign greek">γουνός, ἕδος, καὶ παιδιά τις παλαιστρική, οἱ δὲ κώπη,</span> Id. <span class="orth greek">γώνυμος·</span> <span class="foreign greek">φερώνυμος,</span> Id. <span class="orth greek">γῶος·</span> <span class="foreign greek">μνημεῖον,</span> Id. <span class="orth greek">γωροῦται·</span> <span class="foreign greek">σαρκοῖ</span> ( Lacon.), Id.</div> </div><br><br>'}