Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνίδιον
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γωνιόπουν
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνίωμα
γωνίωσις
γωνιωτός
γωνοειδής
γῶνοπ
γωρυτός
γώψ
δ
View word page
γώνιος
γώνιος
,
A).
=
γωνιακός, εἴδη
Theol.Ar.
3
(s. v.l.);
angular,
σφυρίδια
PKlein.Form.
321.4
(vi A. D.).
ShortDef
angular
Debugging
Headword:
γώνιος
Headword (normalized):
γώνιος
Headword (normalized/stripped):
γωνιος
IDX:
23140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23141
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γώνιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γωνιακός, εἴδη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Theol.Ar.</span> 3 </span> (s. v.l.); <span class="tr" style="font-weight: bold;">angular,</span> <span class="quote greek">σφυρίδια</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PKlein.Form.</span> 321.4 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}