Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνίδιον
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γωνιόπουν
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνίωμα
γωνίωσις
γωνιωτός
γωνοειδής
γῶνοπ
γωρυτός
View word page
γωνιόπους
γωνιό-πους, , ,


ShortDef

crook-footed

Debugging

Headword:
γωνιόπους
Headword (normalized):
γωνιόπους
Headword (normalized/stripped):
γωνιοπους
IDX:
23138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γωνιό-πους</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,</div><br><br>'}