Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γύψος
γυψόω
γυψώδης
γύψωσις
γυψωτής
γυψωτός
γῶ
γωγγάμη
γωλεός
γωλιός
γῶν
γωνία
γωνιάζω
γωνιαῖος
γωνιακός
γωνιασμός
γωνίδιον
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
View word page
γῶν
γῶν, Ion. for γοῦν,


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γῶν
Headword (normalized):
γῶν
Headword (normalized/stripped):
γων
IDX:
23127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῶν</span>, Ion. for <span class="foreign greek">γοῦν,</span> </div><br><br>'}