Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γύος
γυπαιεύς
γυπαλέκτωρ
γυπάριον
γύπη
γυπιαῖος
γυπιάς
γύπινος
γυπογίγας
γυποειδής
γυπόν
γυπώδης
γύπωνες
γυράλεος
γυργαθίον
γυργαθός
γυρεύω
γυρητόμος
γυρίνη
γυρῖνος
γυρινώδης
View word page
γυπόν
γυπόν· μακρόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυπόν
Headword (normalized):
γυπόν
Headword (normalized/stripped):
γυπον
IDX:
23081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23082
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γυπόν·</span> <span class="foreign greek">μακρόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}