Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἰθαλίδας
αἰθαλίων
αἰθαλόεις
αἰθαλοκομπία
αἴθαλος
αἰθαλόω
αἰθαλώδης
αἰθάλωσις
αἰθαλωτός
αἴθε
ἀΐθεος
αἰθερεμβατέω
αἰθεριβόσκας
αἰθέριος
αἰθερίτης
αἰθεριώδης
αἰθεροβατέω
αἰθεροδρόμος
αἰθεροειδής
αἰθερολαμπής
αἰθερολόγος
View word page
ἀΐθεος
ἀΐθεος, Dor. for ἠΐθεος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀΐθεος
Headword (normalized):
ἀΐθεος
Headword (normalized/stripped):
αιθεος
IDX:
2306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2307
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀΐθεος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἠΐθεος.</span> </div><br><br>'}