Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρεπώδης
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γύνανδρος
γυνή
View word page
γυναικοφυής
γῠναικο-φῠής, ές,
A). female by nature, Emp. 61.4 .


ShortDef

female by nature

Debugging

Headword:
γυναικοφυής
Headword (normalized):
γυναικοφυής
Headword (normalized/stripped):
γυναικοφυης
IDX:
23058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23059
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-φῠής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">female by nature,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:61:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:61.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Emp.</span> 61.4 </a>.</div> </div><br><br>'}