Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρεπώδης
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γύνανδρος
View word page
γυναικόφρων
γῠναικό-φρων
,
ον
, gen.
ονος
,
A).
of woman's mind,
E.
Fr.
362.34
.
ShortDef
of woman's mind
Debugging
Headword:
γυναικόφρων
Headword (normalized):
γυναικόφρων
Headword (normalized/stripped):
γυναικοφρων
IDX:
23057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23058
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικό-φρων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gen. <span class="itype greek">ονος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of woman\'s mind,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 362.34 </span>.</div> </div><br><br>'}