Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρεπώδης
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
View word page
γυναικουφή
γῠναικο-ῠφή
,
ἡ
,
A).
women's weaving,
τεχνῖται τῆς κατὰ τὴν ἐρέαν πᾶσαν γυναικυυφη
(sic),
PSI
4.341.2
(iii B. C.).
ShortDef
women's weaving
Debugging
Headword:
γυναικουφή
Headword (normalized):
γυναικουφή
Headword (normalized/stripped):
γυναικουφη
IDX:
23054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23055
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-ῠφή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">women\'s weaving,</span> <span class="foreign greek">τεχνῖται τῆς κατὰ τὴν ἐρέαν πᾶσαν γυναικυυφη</span> (sic), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 4.341.2 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}