Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρεπώδης
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
View word page
γυναικόποινος
γῠναικό-ποινος, ον,
A). woman-avenging, πόλεμοι A. Ag. 225 (lyr.).


ShortDef

woman-avenging

Debugging

Headword:
γυναικόποινος
Headword (normalized):
γυναικόποινος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοποινος
IDX:
23049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικό-ποινος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">woman-avenging,</span> <span class="quote greek">πόλεμοι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg005.perseus-grc1:225" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg005.perseus-grc1:225/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ag.</span> 225 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}