Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρεπώδης
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
γυναικόφρων
View word page
γυναικοπίπης
γῠναικο-πίπης [ῑ], ου, ,(ὀπιπτεύω)
A). one who ogles women, Eust. 851.54 .


ShortDef

one who ogles women

Debugging

Headword:
γυναικοπίπης
Headword (normalized):
γυναικοπίπης
Headword (normalized/stripped):
γυναικοπιπης
IDX:
23047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23048
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-πίπης</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">ὀπιπτεύω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who ogles women,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:851:54" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:851.54/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 851.54 </a>.</div> </div><br><br>'}