Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρεπώδης
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
γυναικοφίλης
γυναικοφόνος
View word page
γυναικοπαθέω
γῠναικο-πᾰθέω,
A). to be effeminate, Ath. 12.523c .


ShortDef

to be effeminate

Debugging

Headword:
γυναικοπαθέω
Headword (normalized):
γυναικοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
γυναικοπαθεω
IDX:
23046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-πᾰθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be effeminate,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:12:523c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:12.523c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 12.523c </a>.</div> </div><br><br>'}