Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικοκράτητος
κρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρεπώδης
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
γυναικουφή
View word page
γυναικονομία
γῠναικο-νομία, ,
A). office of γυναικονόμος, Arist. Pol. 1322b39 .


ShortDef

office of γυναικονόμος

Debugging

Headword:
γυναικονομία
Headword (normalized):
γυναικονομία
Headword (normalized/stripped):
γυναικονομια
IDX:
23044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-νομία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of</span> <span class="foreign greek">γυναικονόμος,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1322b:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1322b.39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pol.</span> 1322b39 </a>.</div> </div><br><br>'}