Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
κρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοπρεπής
γυναικοπρεπώδης
γυναικοπρόσωπος
γυναικότροφος
View word page
γυναικονομέω
γῠναικο-νομέω,
A). to be a γυναικονόμος, BCH 47.376 (Notium), Artem. 2.31 .


ShortDef

to be a γυναικονόμος

Debugging

Headword:
γυναικονομέω
Headword (normalized):
γυναικονομέω
Headword (normalized/stripped):
γυναικονομεω
IDX:
23043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-νομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a</span> <span class="foreign greek">γυναικονόμος,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 47.376 </span> (Notium), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:2:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:2.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Artem.</span> 2.31 </a>.</div> </div><br><br>'}