Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικόκοσμοι
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
κρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
View word page
γυναικοκτόνος
γῠναικο-κτόνος, ον,
A). murdering women, Ph. 2.581 , Cat.Cod.Astr. 8(4).128 .


ShortDef

murdering women

Debugging

Headword:
γυναικοκτόνος
Headword (normalized):
γυναικοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοκτονος
IDX:
23036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23037
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-κτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">murdering women,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:581" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.581/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.581 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).128 </span>.</div> </div><br><br>'}