Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικοδίδακτος
γυναικοειδής
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικόκοσμοι
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
κρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
View word page
γυναικοκράτητος
γῠναικο-κράτητος [ᾰ], ον,
A). ruled by women, Sch. E. Or. 742 .


ShortDef

ruled by women

Debugging

Headword:
γυναικοκράτητος
Headword (normalized):
γυναικοκράτητος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοκρατητος
IDX:
23034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23035
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-κράτητος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ruled by women,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg016.perseus-grc1:742" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg016.perseus-grc1:742/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 742 </a>.</div> </div><br><br>'}