Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοειδής
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικόκοσμοι
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
κρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
View word page
γυναικόκοσμοι
γῠναικό-κοσμοι, οἱ,
A). = γυναικονόμοι , Poll. 8.112 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυναικόκοσμοι
Headword (normalized):
γυναικόκοσμοι
Headword (normalized/stripped):
γυναικοκοσμοι
IDX:
23031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικό-κοσμοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γυναικονόμοι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8:112" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8.112/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 8.112 </a>.</div> </div><br><br>'}