Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοειδής
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικόκοσμοι
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
κρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
View word page
γυναικόκλωψ
γῠναικό-κλωψ, ωπος, ,
A). stealer of women, Lyc. 771 .


ShortDef

stealer of women

Debugging

Headword:
γυναικόκλωψ
Headword (normalized):
γυναικόκλωψ
Headword (normalized/stripped):
γυναικοκλωψ
IDX:
23030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικό-κλωψ</span>, <span class="itype greek">ωπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stealer of women,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 771 </span>.</div> </div><br><br>'}