Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοειδής
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικόκοσμοι
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
κρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
View word page
γυναικοϊέραξ
γῠναικο-ϊέραξ, ᾱκος, ,
A). woman-hunter, Anon. ap. Suid.


ShortDef

woman-hunter

Debugging

Headword:
γυναικοϊέραξ
Headword (normalized):
γυναικοϊέραξ
Headword (normalized/stripped):
γυναικοιεραξ
IDX:
23029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23030
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-ϊέραξ</span>, <span class="itype greek">ᾱκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">woman-hunter,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}