Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικικός
γυναίκιον
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοειδής
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικόκοσμοι
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
κρατία
γυναικοκτόνος
View word page
γυναικοήθης
γῠναικο-ήθης, ες,
A). of womanish disposition, Hsch. s.v. μαλακός.


ShortDef

of womanish disposition

Debugging

Headword:
γυναικοήθης
Headword (normalized):
γυναικοήθης
Headword (normalized/stripped):
γυναικοηθης
IDX:
23026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23027
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-ήθης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of womanish disposition,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μαλακός.</span> </div> </div><br><br>'}