Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκιον
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοειδής
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικόκοσμοι
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
κρατία
View word page
γυναικοειδής
γῠναικο-ειδής, ές ,—γυναικώδης, Sch. Ar. Nu. 289 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυναικοειδής
Headword (normalized):
γυναικοειδής
Headword (normalized/stripped):
γυναικοειδης
IDX:
23025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span> <span class="foreign greek">,—γυναικώδης,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:289" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:289/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nu.</span> 289 </a>.</div><br><br>'}